- φορτωτήρας
- ο, Ν1. ναυτ. μηχάνημα στερεωμένο στο κατάστρωμα ή στα κατάρτια τού πλοίου, με το οποίο φορτοεκφορτώνονται εμπορεύματα, βαρούλκο ή γερανός, κν. βίντσι ή μπίγα2. ξύλο, διχαλωτό στην άκρη, που βοηθάει στη φόρτωση ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω + κατάλ. -τήρας*. Η λ., στον λόγιο τ. φορτωτήρ, μαρτυρείται από το 1850 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.